μεγαλοτης

μεγαλοτης
    μεγαλότης
    μεγᾰλότης
    -ητος ἥ величие Chrysippus ap. Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεγαλοτης" в других словарях:

  • μεγαλότητα — μεγαλότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητας — μεγαλότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητι — μεγαλότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητος — μεγαλότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητα — και μεγαλότη, η (ΑM μεγαλότης, ητος, Μ και μεγαλότητα και μεγαλότη) [μεγάλος] μέγεθος νεοελλ. μσν. μεγαλείο, λαμπρότητα μσν. ισχύς, δύναμη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»